αλατοπήγιο(ν)
Смотреть что такое "αλατοπήγιο(ν)" в других словарях:
αλατοπήγιο — το [αλατοπηγός] το αλατοπηγείο* … Dictionary of Greek
αλατοπηγός — ο αυτός που στερεοποιεί σε αλάτι το θαλασσινό νερό, παρασκευαστής αλατιού, αλατάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας ατος + πηγός < πήγνυμι, πρβλ. και ναυπηγός. ΠΑΡ. αλατοπηγείο, αλατοπηγία, αλατοπήγιο] … Dictionary of Greek